abbassare

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

abbassare < basso

abbassare

  1. ελαττώνω
  2. μειώνω
  3. (μεταφορικά) ταπεινώνω

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]