abbatial
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | abbatial | abbatiaux |
θηλυκό | abbatiale | abbatiales |
abbatial (fr) αρσενικό
- που αφορά το αβαείο