abbreviated
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /əˈbriː.vi.eɪ.tɪd/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /əˈbriː.vi.eɪ.t̬ɪd/ (ΗΠΑ)
Επίθετο[επεξεργασία]
abbreviated (en)
- συντομευμένος
- συντομευμένο έργο (βιβλίο, σύνθεση)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
abbreviated (en)
- αόριστος & παθητική μετοχή αορίστου του abbreviate