abbreviation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
abbreviation | abbreviations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
abbreviation (en)
- η συντομογραφία, η βραχυγραφία
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη abbreviate
Πηγές[επεξεργασία]
- abbreviation - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- abbreviation - Oxford Learner's Dictionaries