abdykacja
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abdykacja | abdykacje |
γενική | abdykacji | abdykacji(/abdykacyj) |
δοτική | abdykacji | abdykacjom |
αιτιατική | abdykację | abdykacje |
οργανική | abdykacją | abdykacjami |
τοπική | abdykacji | abdykacjach |
κλητική | abdykacjo | abdykacje |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
abdykacja < λατινική abdicatio
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
abdykacja (pl) θηλυκό
- η παραίτηση, η αποχώρηση από μια θέση