abelreĝino
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abelreĝino | abelreĝinoj |
αιτιατική | abelreĝinon | abelreĝinojn |
abelreĝino (eo)