abhorrent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | abhorrent |
συγκριτικός | more abhorrent |
υπερθετικός | most abhorrent |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
- αποτρόπαιος, αποκρουστικός, που προκαλεί έντονο αίσθημα μίσους, ειδικά για ηθικούς λόγους
- ↪ an abhorrent crime - αποτρόπαιο έγκλημα
- ↪ an abhorrent view - αποκρουστικό θέαμα
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη unpleasant
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη abhor