abitante

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
abitante < μετοχή του ρήματος abitare

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
abitante abitanti

abitante (it) αρσενικό ή θηλυκό