ablaqueo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ablaqueo < ab και αρχαία ελληνική λάκος
Ρήμα
[επεξεργασία]ablaqueo (la)
- σκάβω γύρω-γύρω από τις ρίζες δέντρου ή αφαιρώ τις περιττές ρίζες