abomenaĵo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abomenaĵo | abomenaĵoj |
αιτιατική | abomenaĵon | abomenaĵojn |
abomenaĵo (eo)