absidal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | absidal | absidaux |
θηλυκό | absidale | absidales |
absidal (fr)
- που αφορά την αψίδα εκκλησίας