absolutisto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | absolutisto | absolutistoj |
αιτιατική | absolutiston | absolutistojn |
absolutisto (eo)
- οπαδός της απολυταρχίας