absorb

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας absorb
γ΄ ενικό ενεστώτα absorbs
αόριστος absorbed
παθητική μετοχή absorbed
ενεργητική μετοχή absorbing

Ετυμολογία [επεξεργασία]

absorb < μέση γαλλική absorber < παλαιά γαλλική assorbir < λατινική absorbeo < ab + sorbeo [1]

Ρήμα[επεξεργασία]

absorb (en)

Σύνθετα[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. absorb - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)