absorpcja

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική absorpcja absorpcje
γενική absorpcji absorpcji(/absorpcyj)
δοτική absorpcji absorpcjom
αιτιατική absorpc absorpcje
οργανική absorpc absorpcjami
τοπική absorpcji absorpcjach
κλητική absorpcjo absorpcje

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

absorpcja (pl) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]