abstreindre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

abstreindre (fr)

  • νεολογισμός που χρησιμοποιείται συχνά στη θέση των παρακάτω ρημάτων:
  1. abstenir
  2. astreindre