absurdaĵo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | absurdaĵo | absurdaĵoj |
αιτιατική | absurdaĵon | absurdaĵojn |
absurdaĵo (eo)
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]- absurdajho στο H-sistemo
- absurdajxo στο X-sistemo