accending

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

(όχι ascending)

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

/ækˈsɛndɪŋ/, /ækˈsɛndɪn/

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

  1. σιγά σιγά παίρνει φωτιά, ανάβει
  2. γίνεται μέλος, εντάσσεται