accending
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(όχι ascending)
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/ækˈsɛndɪŋ/, /ækˈsɛndɪn/
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
- σιγά σιγά παίρνει φωτιά, ανάβει
- γίνεται μέλος, εντάσσεται