accort
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | accort | accorts |
θηλυκό | accorte | accortes |
Επίθετο
[επεξεργασία]accort (fr)
- (παρωχημένο) επιτήδειος
- (παρωχημένο ή λογοτεχνικό) ελκυστικός και δυναμικός