accoutumance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.ku.ty.mɑ̃s/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
accoutumance accoutumances

accoutumance (fr) θηλυκό