acem

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Acem

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
acem < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική أعجم (â'cem) < αραβική أعجم (ʾaʿjam) [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɑˈd͡ʒɛm/
τυπογραφικός συλλαβισμός: a‐cem

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  1. acem - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν