acidiĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ρήμα acidiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας acidiĝas acidiĝanta acidiĝata
αόριστος acidiĝis acidiĝinta acidiĝita
μέλλοντας acidiĝos acidiĝonta acidiĝota
υποθετική acidiĝus - -
προστακτική acidiĝu - -

acidiĝi (eo)