acquerugiola
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- acquerugiola < acqua
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]acquerugiola (it) θηλυκό (πληθυντικός acquerugiole)
- (μετεωρολογία) το ψιλόβροχο
Πηγές
[επεξεργασία]- acquerugiola - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).