adénopathie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.de.nɔ.pa.ti/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
adénopathie adénopathies

adénopathie (fr) θηλυκό