adalı

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
adalı < ada (νησί) + -lı

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

adalı (tr)