adaptabilité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
adaptabilité | adaptabilités |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]adaptabilité (fr) θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη adapter