ade

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
adé < a- (αυτός που, αυτό που) + (που φοριέται στο κεφάλι)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ade (adé)

  1. το στέμμα
  2. πρόσωπο βασιλικής οικογένειας
  3. η κορυφή κάποιου πράγματος

Παράγωγα

[επεξεργασία]
  • ade#Yoruba στο αγγλικό Βικιλεξικό