adel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Adel
      ενικός         πληθυντικός  
adel adels

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

adel (fr) αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Αναγραμματισμοί

[επεξεργασία]