adeno
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | adeno | adenoj |
αιτιατική | adenon | adenojn |
adeno (eo)
- ο αδένας
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | adeno | adenoj |
αιτιατική | adenon | adenojn |
adeno (eo)