adepte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.dɛpt/

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
adepte adeptes

adepte (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. οπαδός, υποστηρικτής
  2. θαυμαστής, λάτρης