adiposo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- adiposo < adipe
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | adiposo | adiposi |
θηλυκό | adiposa | adipose |
adiposo (it)
- λιπώδες, πλούσιο σε λίπη