adjektiv-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
adjektiv- < γαλλική adjectif, αγγλική adjective

adjektiv- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: επίθετο

Παράγωγα

[επεξεργασία]