adresse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Adresse

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
adresse adresses

adresse (fr) θηλυκό

  1. η διεύθυνση
  2. η επιδεξιότητα

Συγγενικά

[επεξεργασία]