advolo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
advolo < (λατινικά) ad (la) + (λατινικά) volo (la) (=πετώ)

advolo (la) (advolō1, advolāvī, advolātum, advolāre)