aeração
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
aeração | aerações |
aeração (pt) θηλυκό
- ο αερισμός
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
aeração | aerações |
aeração (pt) θηλυκό