affaire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
affaire affaires

affaire (fr) θηλυκό

  1. η υπόθεση, η δουλειά
    c'est une affaire compliquée - πρόκειται για μια πολύπλοκη υπόθεση
  2. πράγμα, κάτι που ανήκει σε κάποιον
    ramasse tes affaires - μάζεψε τα πράγματά σου

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]