affilié
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
affilié | affiliés |
affilié (fr) αρσενικό
Επίθετο
[επεξεργασία]affilié (fr)
ενικός | πληθυντικός |
affilié | affiliés |
affilié (fr) αρσενικό
affilié (fr)