affirmatively
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | affirmatively |
συγκριτικός | more affirmatively |
υπερθετικός | most affirmatively |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- affirmatively < affirmative + -ly
Επίρρημα
[επεξεργασία]affirmatively (en)
- καταφατικά, θετικά
- ↪ He answered me affirmatively.
- Mου απάντησε θετικά.
- ≈ συνώνυμα: positively
- ↪ He answered me affirmatively.