agalactie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
agalactie agalacties

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

agalactie (fr) θηλυκό