agame
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
agame | agames |
Επίθετο
[επεξεργασία]agame (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (βοτανική) παλαιότερη ονομασία του κρυπτογαμικός
ενικός | πληθυντικός |
agame | agames |
agame (fr) αρσενικό ή θηλυκό