agglutination

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

agglutination

  • η συγκόλληση (συνήθως μορφηματική, πχ σκοτοΰλη αντί σκοτεινή ύλη)
    ο συμμορφισμός, (η συμμορφία, ο συμμορφημισμός, η συμμορφήμωση, η συμμορφημάτωση)

Αντώνυμα

[επεξεργασία]
  • isolation (μορφηματική απομόνωση)