agitiĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ρήμα agitiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας agitiĝas agitiĝanta agitiĝata
αόριστος agitiĝis agitiĝinta agitiĝita
μέλλοντας agitiĝos agitiĝonta agitiĝota
υποθετική agitiĝus - -
προστακτική agitiĝu - -

agitiĝi (eo)