agnostique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.ɡnɔ.stik/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
agnostique agnostiques

agnostique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
agnostique agnostiques

agnostique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]