agrémenter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία](1801) agrémenter < agrément
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ɡʁe.mɑ̃.te/
Ρήμα
[επεξεργασία]agrémenter (fr)
(1801) agrémenter < agrément
agrémenter (fr)