agronomique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.ɡʁɔ.nɔ.mik/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
agronomique agronomiques

agronomique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]