aground

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
aground < a- + ground

Επίρρημα

[επεξεργασία]

aground (en) (χωρίς παραθετικά)

  • προσαράζω, το πλοίο αγγίζει το έδαφος σε ρηχά νερά και δεν μπορεί να κινηθεί
    The ship ran aground in shallow waters.
    Το πλοίο προσάραξε στα ρηχά.