aguichant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | aguichant | aguichants |
θηλυκό | aguichante | aguichantes |
Επίθετο
[επεξεργασία]aguichant (fr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη aguicher