aide-mémoire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

aide-mémoire (en)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
aide-mémoire < aide (ρήμα) + mémoire (=βοηθά τη μνήμη)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛd.me.mwaʁ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
aide-mémoire aide-mémoire

aide-mémoire (fr) αρσενικό

  • συντομευμένο κείμενο που επιτρέπει σε κάποιον να έχει μια γενική εικόνα ορισμένων γνώσεων

Συνώνυμα

[επεξεργασία]