aile

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
aile < ele < λατινική ala

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
aile ailes

aile (fr) θηλυκό




Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

aile (tr)

  1. η οικογένεια
  2. η γυναίκα, η σύζυγος