akroĥordo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akroĥordo | akroĥordoj |
αιτιατική | akroĥordon | akroĥordojn |
akroĥordo (eo)
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]- akrohordo στο H-sistemo
- akrohxordo στο X-sistemo