alívio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
alívio | alívios |
alívio (pt) αρσενικό
- το ξαλάφρωμα
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
alívio | alívios |
alívio (pt) αρσενικό